- ἀναδείπνια
- ἀναδείπνιαsecond supperneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναδείπνια — ἀναδείπνια, τα (Μ) δεύτερο δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δειπνία, πληθ. τού υποκορ. δειπνίον] … Dictionary of Greek